- μπασκετμπολίστας
- ο, θηλ. -τριαπαίκτης τού μπάσκετμπολ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. -ίστας (πρβλ. κιθαρ-ίστας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Έρβινγκ, Τζούλιους — (Julius Erving, Νέα Υόρκη 1950 –). Αμερικανός μπασκετμπολίστας. Βασικό στέλεχος της ομάδας των 76ers της Φιλαδέλφεια από το 1976 έως το 1987 –χρονιά κατά την οποία σταμάτησε την αγωνιστική δράση του–, υπήρξε ένας από τους θρύλους του αμερικανικού … Dictionary of Greek
Γιαννάκης, Παναγιώτης — (Νίκαια 1959 –). Μπασκετμπολίστας. Ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ιωνικό Νικαίας το 1976, ενώ στη συνέχεια γνώρισε μεγάλες διακρίσεις με τις ομάδες του Άρη Θεσσαλονίκης και του Παναθηναϊκού. Κατέκτησε το κύπελλο Ευρώπης το 1991 με τον Άρη και… … Dictionary of Greek
Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μάτζικ Τζόνσον, Έρβινγκ — (Erving «Magic» Johnson, Μίσιγκαν, ΗΠΑ 1959 –). Αμερικανός μπασκετμπολίστας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1979 για να συμμετάσχει στην ομάδα των Λέικερς του Λος Άντζελες στο αμερικανικό πρωτάθλημα μπάσκετ (ΝΒΑ), με την οποία κατέκτησε πέντε… … Dictionary of Greek
καλαθοσφαιριστής — ο παίκτης της καλαθόσφαιρας, ο μπασκετμπολίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)